Τση Βούλας η γιορτή. 05.01.2021
Ύστερα από τσ’ Αγίας Τριάδας
και τ’ άη Χαραλάμπη τα ΚΑΠΗ
το τρίτο συγκεντρώθηκε
σ' τση Βούλας την αυλή.
Κι έσφιζε από νιάτα δροσερά η βεράντα.
(Έρση και Νίκο, κάτσετε στην μπάντα),
κι ήρθαν οι επισκέπτες μ’ αεράτο βήμα
κι ας ήταν όλοι τους πάνω από τα 60.
Αφήνω όσους προηγήθηκαν από εμέ
να εκφράσουν στη Βούλα
τις ευχές τους για τη γιορτή
κι αναφέρω όσους ήρθαν την ώρα
που το πρωτόκολλο απαιτεί.
Εγώ την έκανα τη βίζητα αρμένικη
αφού στηλιώθηκα από το μεσημέρι έδεκει.
Μα για να είμαι ειλικρινής
δεν πήγα τόσο ενωρίς για τη γιορτή,
αλλά να πάρω λίγη δροσιά
κι επ’ ευκαιρία δοκίμασα
κι απ’ όλα τα γλυκά,
ακόμα και κάτι αμυγδαλωτά
που νόμιζες πως είναι βόλια ή πυρομαχικά
που ‘χαν περισσέψει του Σαντάμ
από τον πόλεμο του κόλπου πέρυσι
και θέλει τώρα ο Μπους να τα καταστρέψει.
αν και αργότερα τση ‘φεραν κι άλλα παρόμοια
(γλυκά, όχι πυρομαχικά)
εκειά βέβαια είχαν του τσαγκόλαδου τη μυρωδιά
μα είχαν και την αξία της αντίκας
γιατί ‘ταν ακόμα πιο παλιά.
είχαν και ημερομηνία στην μπάντα
που έγραφε 28 Οκτωβρίου 1940.
Εσύστησα λοιπόν στη Βούλα
να μην τα παρουσιάσει
και τσι μασέλες των επισκεπτών χαλάσει
διότι λόγω ηλικίας
όλη η κουστωδία
βρισκόταν στην ηλικία
της τρίτης οδοντοφυΐας
και ήταν φόβος να γίνει ζημία
και να μη μείνει οδοντοστοιχία.
Πάνω που επήγαινε ο ήλιος να πέσει
άρχισαν να ’ρχονται οι επισκέψεις:
με πρώτες και καλύτερες το ντουέτο
Μαρή, Ζωή (αυτές οι δύο πάνε πακέτο).
από κοντά το ζεύγος Στράνη,
ο χοντρός κι ο λιγνός αν σας κάνει.
ξεκίνησαν από του Τσιλιβή ποδαράτο
κι εκόντεψε να τσου ’βγει ο πάτος
και παρ’ όλο τον ποδαρόδρομο
φτάνουν με άψογη την εμφάνισή τσου
και παραμάσκαλα την πόληψή τσου.
Καταφτάνει το ζεύγος το νηστίσιμο,
και σαρακοστιανό
η Όλγα με το Γιάγκο
κι εκάτσανε στον μπάγκο
σαν τσίροι παστωμένοι
και ξεροφριμένοι
λες κι ανήκουν στον τριτοκοσμικό
πληθυσμό της Ασίας
ή στους υποσιτισμένους λαούς
της Αιθιοπίας.
Ευτυχώς που ήρθε μαζί τσου
κι η κολόνα η Χρυσή
να τους στηρίζει
και το κενό τους να γεμίζει.
Γέρνοντας εδώ κι εκεί να πέσει
καταφτάνει και ο Άρης
με τσου κουραμπιέδες του στο χέρι
της Κικής απεσταλμένος
και με τις ευχές της φορτωμένος.
Εφαγε κι εθαραπάηκε το γλυκό του
χωρίς να’ χει απανουθέτου
την Κική το διάολό του.
Τυπικά και σε ώρα ανάλογη
αφίχθη και η Φρειδερίκη,
η βασίλισσα μήτηρ
συνοδευόμενη από γιό και κόρη
όχι μόνη,
γιατί δεν ακούει ούτε και το κανόνι
και για να συζητήσεις μαζί της
πρέπει να σ’ ακούσουνε στο Μαραθονήσι.
Είχε όμως τη Ζωή κοντά
που δεν αφήνει άλλον
να πάρει σειρά.
Μαζεύτηκαν έτσι τρεις Ζωές,
που δεν υπολείπεται καμία
από τσι τρεις σε ευγλωτία.
Τελευταίοι και καταϊδρωμένοι
έφτασαν οι επιστήμονες
οι καταξιωμένοι,
η Μαράκαινα κι ο Μαράκης,
αρκετά καθυστερημένοι,
γιατ' είχαν να μαζέψουν
τσι ξαπλώστρες οι σπαγγοραμένοι.
Κι ήρθαν κρατώντας στο χέρι το πεσκέσι,
σκεπασμένο μ’ ασημόχαρτο
μην το πειράξει η δροσιά και μπαγιατέψει,
κάτι μπισκότα από μαζώματα
που τα’ χαν από άλλες επισκέψεις,
που τους κερνάγανε
και τα φυλάγανε για κάποια χρεία
και τώρα τσου βρέθηκε η ευκαιρία.
Όλα έδειχναν να ’ναι φετινά,
που τους έριξα μια ματια.
Ε, αν ήταν και κανα δύο περσινά
δε χάλασε ο κόσμος κι ο ντουνιάς.
Ευτυχώς γυρίζουν εκεί γύρω
οι κότες του ψητήρη
και θα τα ’τρωγαν για ψωμοτύρι.
Ο Θανάσης, ο βασιλικός σύζυγος,
σαν άλλος Φίλιππος,
τους επισκέπτες καλοδεχόταν
και τις ευχές τους εδεχόταν,
ενώ καθόταν πρώτη θέση στο πεζούλι
κι είχε το νου του τση πόρτας το χερούλι
μην αφήσουν την πόρτα ανοιχτή
κάνα δυο μινούτα
και τσου πνίξουν
τη νύχτα τα κουνούπια.
Η δε εορτάζουσα
με γαϊδουρόβηχα
και πουντιασμένη
είχε γερά τη ζακέτα φορεμένη
και συροκέλαε μέσα έξω
να κερνάει τα γλυκά
και τα αναψυκτικά
κι είχε και τον προφταρμό
το χάπι τση να πάρει
μήπως η κούρα χαλάσει.