Η αθώωση του Κασάρα 17.01.2021
Ο νόνος μου, ο Μαρίνος ο Μαστραντώνης, ήταν μανιώδης χαρτοπαίχτης, τόσο που άφησε τη σταφίδα να βραχεί για να μη χάσει τον τράτο του.
Κάποτε πήγε μάρτυρας στο δικαστήριο να υπερασπίσει τον Κασάρα, που του 'χαν κάνει μήνυση γιατί χτυπούσε την νύχτα τσι καμπάνες.
Ο νόνος μου, μετά από το ξενύχτι στο μαγαζί του Σφυρή που ετζογάριζε κι από την παγωνιά που έκανε εκεί, όταν έκλανε δεν εβάσταγε σκυλί από τη βρώμα.
Την ώρα λοιπόν που τον κάλεσε ο Πρόεδρος του δικαστηρίου να πεί τι ξέρει για την υπόθεση, αμπόλυσε ο γέρος έναν κούφιο. Το άρωμα ξεχύθηκε ακράτητο κι έφτασε και στη μύτη του Προέδρου, που, μή αντέχοντας, έβγαλε το μαντήλι του κι έκανε πως σκουπίζει τη μύτη του, για ν’ αποφύγει τη μέγάλη μπόχα. Αλλά, απάνου που καλμάριζε το κακό, ο νόνος μου αμπολάει και δεύτερο, που θα ’ταν φαίνεται δρυμήτερος από τον πρώτο. Ο Πρόεδρος τότε με το μαντήλι στη μύτη και τα μάτια του βγαλμένα απ’ εξω σήκώθηκε ορθός και πηγαίνοντας κατά το παράθυρο φώναξε: Αθώος, αθώος ο κατηγορούμενος, πηγαίνετε, πηγαίνετε κι έβγαλε το κεφάλι του έξω να πάρει ανάσα.
Δικηγόρος πρώτης ο νόνος μου.