Ο νονός μου 15.12.2020
Η παλιά πόρτα της κουζίνας, που έτριξε, το
μαρτύρησε πως κάποιος βγήκε. Τότε παραμόνεψα και είδα
το νονό μου, να βγαίνει κρυφά, με τη φέτα το ψωμί,
κρύβοντάς την στην από μέσα τσέπη του λιγδιασμένου
πανωφοριού του. Τον πήρα από πίσω και τον είδα πού
την πήγε: Στην Τσεντούλα, τη γριά με τα τρία ορφανά
εγγόνια. Δεν το ’πα όμως σε κανένανε, ούτε στη νονά
μου, γιατί θα άρχιζε τη φαωμάρα.
Τώρα που μεγάλωσα και σκέφτουμαι αυτή την εικόνα,
νιώθω για το νόνο μου θαυμασμό κι απέραντη αγάπη,
αλλά κι ευγνωμοσύνη, που με δίδαξε με την πράξη αυτή
την ελεημοσύνη και τον τρόπο της.
Ξεχώρισε καρδιά και λογική κι ας πονάει.
Αδιαφόρησε για τη λογική όταν μένει ψυχρή κι
ασυγκίνητη στη σπλαχνική σου χειρονομία. Είσαι
άνθρωπος. Έχεις ψυχή. Έχεις καρδιά. Έχεις μέσα σου
κάτι από το Θεό κι αυτό πρέπει να μιλεί. Προσπάθησε
κάθε φορά, που λογική και καρδιά βρίσκονται σ’
αντίθεση να διαλέγεις ποιος, έχει το δίκιο! Σου ’δωσε
ο Θεός μυαλό και κρίση για να το ξεχωρίζεις.
Αν το καταφέρνεις κερδίζεις τη γαλήνη και την
ευτυχία, αλλιώς θα ζεις μέσα σ’ αγωνία και λύπη.