Τα πρώτα μου χρόνια 15.12.2020
Γεννήθηκα σ’ ένα χωριό στη ρίζα του Βραχιώνα, στο Φαγιά. Χωριό με την πολύτερη πέτρα. Τα πρώτα μου βήματα θα πρέπει (ως εκ της φύσεως του εδάφους) να τά ’καμα γύρω στα 4-5 χρόνια μου, γιατί πρωτύτερα δε θα μπορούσα, όπως υποθέτω, να στρώσω την πατούσα μου, γιατί δεν υπήρχε ίσιωμα.
Μόνο πέτρες. Μικρές, μεγάλες, χαλίκια, αγκωνάρια, κόμπες (όπως τις λέγαμε).
Αλλά, αυτές οι πέτρες ήταν και τα πρώτα μου όπλα (λες και έζησα στην παλαιολιθική εποχή). Πετροβολούσα όποιον με πείραζε (μικρόν ή μεγάλο), ή νόμιζα πως με πείραζε, γιατί δεν ήξερα να ξεχωρίσω το αστείο από το καθαυτό πείραγμα. Έτσι τα πυρά μου τα δέχτηκαν ο Βασίλης ο Ρένεσης, ο Διονυσάκης του Αλεξέονε, ο Γιακουμέλος κι όσοι δεν τους θυμάμαι.
Έφαγε κι η Κατίνα του Πρέτη κι η Γιωργία του Τζοβαλά κάτι αδέσποτες πετροβολιές που πετούσαμε με τις αυτοσχέδιες σφεντόνες που φτιάχναμε με το Νιόνιο, όταν αλητεύαμε στου Κουτούφαρη βόσκοντας τις γίδες. Το λαγκάδι τσ’ Αγίας Μαρίνας με χόρτασε δροσερό μα και πολύ συχνά με τσουχτερό αέρα. Όσο για την παραπάνω πλαγιά την έχω αλωνίσει πολλές φορές και μ’ έχει φιλέψει τα ζουμερά φασκόμηλα, που όταν ερχόταν ο Μάης γίνονταν ξυλιασμένα, στυφά και στεγνά.
Έχω πασπατέψει όλες τις μαγκούφες και τις ασφάκες πως θα ’βρω μανιτάρια, χωρίς να βρω ποτέ, παρά μόνο μια φορά 5-6.
Γνωρίζω όλα τα περνάρια και τις κουτσουπιές, έχω χώσει τη μούρη μου σε κάθε σπηλιά και τρύπα για να τις εξερευνήσω. Δεν ύπαρχε συκιά, νεσπολιά, αμυγδαλιά ή κορομηλιά, που να μην εσκαρφάλωσα μέχρι τα τελευταία τους τσιμάκια. Και τώρα ακόμα απορώ πως δεν έπεσα καμιά φορά να τσακιστώ! Αλλά το βάρος μου τότε ήταν τόσο που δε λύγιζε ούτε και τ’ ακρινό βλαστάρι. Τώρα μάζωξα κρέατα και ξύγκια πάνω, κάτω, μπροστά και πίσω, δεξιά κι αριστερά κι είμαι σαν κακοδεμένος μπόγος 70 κιλών. Πού να θυμάμαι τώρα όλες τις διαολιές που έχω κάμει!
Σύντροφο μόνιμο, συνεργό και βοηθό είχα πάντα το Νιόνιο. Είμαστε αχώριστοι σ’ όλα μας τα κατορθώματα.