Η Αγία Μαρίνα στο Φαγιά 15.12.2020
Σε μια σπηλιά στο λαγκάδι του Φαγιά βρέθηκε το
’κόνισμα τσ’ Αγίας Μαρίνας.
Λένε, πως κάποιος έβλεπε στο μέρος εκείνο ένα
φωτάκι. Πλησίασε και βρήκε το ’κόνισμα. Ήταν τσ’
Αγίας Μαρίνας. Έτσι μου ’χει πει η νονά μου. Εύρημα
μεγάλο για το χωριό! Πάνω από τη λαγκαδιά, προς τη
μεριά του χωριού, άρχισε η ανέγερση της εκκλησίας.
Βάσταξε χρόνια το χτίσιμο.
Μαστόροι και χτίστες εκείνης της εποχής, γύρω στα
1850, από το χωριό. Γύρι κι από το Φαγιά δούλεψαν με
τέχνη και με μεράκι για να φτιάξουν αυτό το
αριστούργημα, που κι ο σεισμός του 1953, που
ισοπέδωσε Ζάκυνθο – Κεφαλονιά και Λευκάδα, δεν
μπόρεσε να βλάψει.
Μόνο το καμπαναριό έγειρε προς το μέρος της
εκκλησίας.
Η εκκλησία έχει το σχήμα του σταυρού εξωτερικά.
Μέσα χωρίζεται σε τρία κλίτη, διαδρόμους, με 8
κολόνες πέτρινες, μονοκόμματες ύψους 5 μ. περίπου η
κάθε μια, που τις κουβάλησαν τότε οι κάτοικοι του
χωριού πέρα από του Κόκκινου το λαγκάδι με μέσα απλά,
πρωτόγονα, μα με το τελειότερο απ’ όλα τα μέσα την
αιώνια την Πίστη.
Έκοψαν, όπως μου ’λεγε ο πατέρας μου, κυπαρίσσια
χοντρά, και κει πάνου έβαναν τις βαριές ακατέργαστες
κολόνες και τις έσερναν περνώντας όχτους, ρεματιές
και λαγκαδιές.
Μπροστά το καζάνι, με το μοσχάρι έβραζε για να
δίνει δύναμη στα χέρια των πιστών, που με υπεράνθρωπο
κουράγιο έσπρωχναν τους πέτρινους όγκους ανάμεσα σε
κακοτοπιές για να στήσουν το ναό στην Αγία Μαρίνα και
να υψώσουν έτσι το μέγεθος της πίστης τους σ’ αυτήν.
Τέλος, ύστερα από πολλές προσπάθειες, έφτασαν οι
κολόνες, οι πέτρινες στήλες της πίστης και πάνω σ’
αυτές στήριξαν την ευλάβεια και λατρεία τους στην
Αγία Μαρίνα.
Μια απ’ αυτές τις κολόνες έσπασε κοντά στη μέση
και μια άλλη στην άκρη, μα με πολλή τέχνη τις
συναρμολόγησαν οι τεχνίτες της υπομονής.
Χτίστηκε η εκκλησιά με πέτρα πελεκητή και υψώθηκε
ωραία και μεγαλόπρεπη δίπλα στο λαγκάδι που βρέθηκε η
εικόνα.
Το προαύλιο μαντρώθηκε από μουράγια, λιθόχτιστα κι
αυτά και δεντροφυτεύτηκε. Λίγοι ευκάλυπτοι και
αγριοπιπεριές (γέρικες τώρα) ρίχνουν τη σκιά τους τις
ζεστές καλοκαιριάτικες μέρες. Αλλά και η θέση της
εκκλησιάς είναι τέτοια, που δε νιώθεις ζέστη όλο το
καλοκαίρι, γιατί έχει το άνοιγμα της λαγκαδιάς που
πάντα φέρνει φρέσκο αεράκι. Στο προαύλιο υπάρχουν και
δυο στέρνες, γιατί νερό δεν έχει το χωριό. Επίσης
εκεί ήταν χτισμένα και δυο άλλα χτίρια ο ξενώνας με
μια μεγάλη αίθουσα και δυο μικρά δωματιάκια, που
χρησίμευε για Δημ. Σχολείο ως το 1953 που έγιναν οι
μεγάλοι σεισμοί κι έπαθε ζημιές, και ένα άλλο κτίριο
το Μουρλοκομείο.
Έφερναν δαιμονισμένους (όπως ισχυρίζονταν ότι
ήταν) και τους είχαν εκεί 40 ημέρες δεμένους από το
πόδι με μια χοντρή αλυσίδα που η άκρη της ήταν
χωσμένη στο έδαφος.
Η Αγία Μαρίνα θεωρείται ότι γιατρεύει τους
δαιμονισμένους, γιατί νίκησε η ίδια το διάβολο.
Οι άρρωστοι, που τους συνόδευαν συνήθως και
κάποιοι δικοί τους έμεναν μέσα στο μουρλοκομείο.
Οι συγγενείς τους έκαναν νυχτολειτουργίες επί 40
μέρες και οι άρρωστοι γίνονταν καλά.
Τα υφαντά χαλιά που υπάρχουν ακόμα στην εκκλησία
τα χάρισε η οικογένεια
μιας κοπέλας από το Μοριά που ήταν δαιμονισμένη κι
έγινε καλά.
Όταν πήγαινα στο Δημοτικό Σχολείο θυμάμαι έναν από
το Γύρι μουρλό που έμενε εκεί με τη γυναίκα του. Το
πρωί, στο πιοτό του έριχνε μέσα τα μαλλιά από το
στρώμα του κρεβατιού του. Τόνε φοβόμαστε όταν τον
είχαν λυτό. Μα όταν ήταν δεμένος πηγαίναμε μέχρι την
πόρτα και τόνε βλέπαμε.
Με την Κατοχή το μουρλοκομείο το ’χαν πάρει οι
Ιταλοί και το ’καμαν μαγειρείο. Αργότερα εκεί η
Τσεντούλα μαγείρευε το γάλα και το συσσίτιο για μας,
τα παιδιά του σχολείου.
Γύρω στο 1946 εκεί στο προαύλιο ήρθαν οι
ταγματασφαλίτες και μάζεψαν όλους τους χωριανούς και
τους ανάκριναν, αλλά, για ποιο πράγμα δεν
καταλαβαίναμε εμείς τα παιδιά, που είμαστε κλεισμένα
μέσα στο σχολειό, καταφοβισμένα, γιατί από τα
παράθυρα βλέπαμε που χτυπούσαν μερικούς και που
έβριζαν.
Είχαν πάρει και το δάσκαλο εκεί. Σε κάποια στιγμή
μπήκε ένας από δαύτους, με πολλά στολίδια και
πιστόλια, τάχα για να μας ησυχάσει. Ο σκοπός του ήταν
άλλος. Αφού μας είπε να μη φοβόμαστε, γιατί αυτοί δεν
πειράζουν κανένα, μας ρώτησε μήπως ξέρουμε κανένα που
να ’χει πιστόλι ή άλλο όπλο στο χωριό.
‒ Όχι δεν ξέρουμε κανένανε, απαντήσαμε όλα τα
παιδιά μαζί!
Μας ξαναρώτησε ύστερα:
‒ Τα βράδια οι πατεράδες σας που πάνε; Μαζεύονται
πουθενά σε κανένα σπίτι και κουβεντιάζουν;
Και τότε πετάχτηκα εγώ για να προλάβω μήπως
μιλήσει κανένα άλλο παιδί και του ’πα:
‒ Μα εμείς τα παιδιά κοιμόμαστε αμπονόρα το βράδυ
και ξυπνάμε αργότερα από τον πατέρα μας και τη μάνα
μας την αυγή, πού να ξέρουμε αν πηγαίνουνε
πουθενά;
Και όμως! Και τα πιστόλια και τα ντουφέκια και τις
χειροβομβίδες ήξερα ποιοι τα ’χανε και πού μαζευότανε
ήξερα, μα, και πώς δεν έπρεπε να το πω, ήξερα.
Ας είναι…
Μετά το σεισμό του… ’53 στο σχολείο έμεναν εργάτες
από την Ήπειρο που δούλευαν στα νταμάρια.
Τώρα ξενώνας και μουρλοκομείο έχουν εγκαταλειφθεί!
Για κάμποσα χρόνια, πριν να ηλεκτροφωτιστεί το
χωριό, μέσα στο Μουρλοκομείο είχαν εγκαταστήσει
γεννήτρια ηλεκτρισμού για το φωτισμό τις εκκλησίας.
Το καμπαναριό το ανατίναξαν οι επίτροποι, όπως
τους είπαν, για να μην πέσει πάνου στην εκκλησία και
την γκρεμίσει. Έτσι όμως έσπασαν οι καμπάνες.
Κανένας δεν ήξερε τότε να τους υποδείξει πώς θα το
κατεδάφιζαν ώστε να μη σπάσουν κι οι καμπάνες και να
μην πέσει και πάνω στην εκκλησία. Οι υπηρεσίες που
έπρεπε να φροντίσουν δεν έδειχναν τότε κανένα
ενδιαφέρον. Ποιος φταίει γι’ αυτό, δεν ξέρω.
Κανείς δε γνοιάστηκε από τότε για τις καμπάνες και
το καμπαναριό. Η εκκλησία δεν έχει οικονομικούς
πόρους για να τα φτιάξει. Ό,τι η πίστη των παλιών
πρόσφερε στην Εκκλησία αυτό υπάρχει κι αυτό τώρα
είναι, από το χρόνο, φθαρμένο.
1987
Με πολλή χαρά είδα κι άκουσα προχτές που πήγα στο
Φαγιά πως την εκκλησία θα την επισκευάσουν κάνοντάς
τις τσιμεντοενέσεις και ότι θα φτιάξουν και το
καμπαναριό. Έδωσε μου ’παν λεφτά το Υπουργείο της
Μελίνας.
Συγκινήθηκα όταν τ’ άκουσα. Ύστερα από 33-34
χρόνια με τη φροντίδα των επιτρόπων και του κράτους
θα υψωθεί και πάλι το καμπαναριό εκεί που ήταν
παλιότερα. Όταν χτιστεί θα ξανανέβω απάνου και θα
’βγω γύρω από τσι καπιτέλες να θυμηθώ τα χρόνια που
πήγαινα στο σχολείο κι ανέβαινα συχνά εκεί με τ’ άλλα
παιδιά!
1992
Ανέβηκα στο καμπαναριό κι εσήμανα με τις
καινούριες καμπάνες, ω! τι θαύμα, τι αγαλλίαση! Το
παρελθόν έγινε παρόν και προχωρεί για μέλλον!!!