Μια Σκέψη 15.12.2020
Όταν δε νιώθεις την ανάγκη, την αγάπη, την έλξη,
την ακράτητη επιθυμία να σφίξεις κάποιον στην αγκαλιά
σου, γιατί να το κάνεις; Γιατί να δέχεσαι τα χάδια,
τα φιλιά, τις περιπτύξεις και τα γλυκόλογα εκείνου
που δεν αγαπάς; Είν’ αμαρτία και τυραννία μαζί να
υποχρεώνεις το σώμα σου να δέχεται ό,τι η ψυχή
αποστρέφεται.
Ενώ, όταν υπάρχει η αγάπη η πραγματική, η πηγαία,
η ασυγκράτητη, όλα επιτρέπονται. Διότι η γνήσια αγάπη
είναι από τη φύση, είναι από το Θεό. Δεν εννοώ τη
στιγμιαία και παροδική αγάπη, αλλά την αγάπη που
γεννιέται κι ανθίζει αργά, φυσιολογικά, σταθερά κι
αποβλέπει σ’ ανώτερο σκοπό στη συνένωση ύλης και
πνεύματος, σάρκας και ψυχής. Μια τέτοια αγάπη δε
γνωρίζει ταπείνωση, ποταπότητα, βούρκο, γιατί
στέκεται ψηλά εκεί που η αμαρτία δεν την φτάνει και η
χυδαιότητα δεν μπορεί να την αγγίξει κι η βρωμιά δεν
τη μολύνει.
Η Αγάπη η γνήσια είν’ Αγάπη και τίποτ’ άλλο.
Όποιος τη γνωρίσει, βλέπει την Αλήθεια, την ίδια τη
Ζωή, βλέπει την ίδια τη Δημιουργία το πρωταρχικό Ον,
τον ίδιο το Θεό.
Η Αγάπη η κεραυνοβόλα μοιάζει με την αστραπή, που
διαρκεί όσο χρειάζεται για να ανάψει.
Η αγάπη που καλπάζει, αποσταίνει γρήγορα.
Η Αγάπη σ’ ένα είδωλο είναι άστοχη, ψεύτικη όσο
ψεύτικο είναι και το ομοίωμά σου στον καθρέφτη.
Η αγάπη σ’ έναν αρχηγό, σ’ έναν ηγέτη ή σε κάποιον
προϊστάμενό σου δε λέγεται αγάπη, λέγεται θαυμασμός
και υπολογισμός. Είναι σκοπιμότητα. Ζητάς να πάρεις
κάτι που εσύ δεν το ‘χεις.
Αυτό που αγαπάς αληθινά το νιώθεις μέσα σου βαθιά,
σε συγκλονίζει.
Ο Χριστός αγάπησε τους ανθρώπους γιατί τους
γνώριζε, έμπαινε μέσα στην ψυχή τους, στην καρδιά
τους, στο είναι τους. Γνώριζε τη φύση, τα φυτά, τα
πουλιά, τα ζώα γιατί τ’ αγαπούσε και η δική του η
φύση ταυτιζόταν μ’ αυτά τα τέλεια όντα γιατί ήταν
τέλειος αφού ήταν όλος Αγάπη. Δος μου, Χριστέ, τη
δύναμη να σε ιδώ.
Τα μάτια μου δε φτάνουν να ιδούν την Αλήθεια. Ο
νους μου είναι ανήμπορος να σε γνωρίσει.
Έρχονται στιγμές που έχω την επιθυμία να πλησιάσω
κοντά σου, να σε γνωρίσω, να νιώσω τη ζέστα της
φωνής σου, να μάθω πώς θα σε βρω, πώς θα πλησιάσω
έστω και λίγο τη σκιά σου.
Ποιος δρόμος θα με φέρει κοντά σου; Θέλω να τον
βαδίσω, μα δεν τον γνωρίζω, δεν τον διακρίνω.
Είπες: ν’ αγαπά ο ένας τον άλλο. Ν’ αγαπάμε και
τους εχθρούς μας ακόμη! Το θέλω αυτό, μα δεν το
μπορώ.
Προσπαθώ ν’ αγαπώ όπως εσύ μα η αγάπη μου είναι
χωρίς βάθος. Εύκολα να ξεριζώνεται.
Θέλω να κάμω μια ελεημοσύνη, μα δεν την κάνω για
να βοηθήσω αυτόν που πάσχει, αλλά αποβλέπω στη δική
σου ανταπόδοση.
Η πράξη μου λοιπόν αυτή δεν έχει το νόημα που σύ
εδίδαξες.
Πρέπει να κάνω το καλό και να το ξεχνώ. Εγώ όμως
δεν το λησμονάω με τίποτα. Το θεωρώ σαν ένα δάνειο
που έκαμα και περιμένω να μου ξοφλήσουν το
λογαριασμό.
Δε μιλώ για τις αμαρτίες μου, γιατί αυτές τις
γνωρίζεις, Θεέ μου, και πριν να τις πραγματοποιήσω.
Όμως κι αυτές, που τις θεωρώ σαν καλές πράξεις
μου, πάλι ξεφεύγουν από τον προορισμό τους. Γίνονται
όλες από υπολογισμό είτε υλικό είτε μεταφυσικό.
Για όλ’ αυτά, πιστεύω πως δεν μπορώ να σε ιδώ, να
σε φτάσω Χριστέ μου!
Κι αν εσύ μου δίνεις το χέρι, το δικό μου μένει
ακίνητο. Δεν έχει τη δύναμη ή τη θέληση, δεν ξέρω, να
υψωθεί ν’ αγγίξει το δικό Σου.
Επιθυμώ, προσπαθώ να Σου δώσω το χέρι και την ψυχή
μου ολόκληρη μα άλλες δυνάμεις σκοτεινές μ’
εμποδίζουν. Φταίω εγώ ξεφεύγω από κοντά Σου ενώ εσύ
μου δίνεις το χέρι;