Το μεγάλο πένθος 23.01.2021
Της Φούλας και τ’ Αχιλλέα,
που κατέβηκαν στον Άδη παρέα.
Ακούστε, ξαδέρφια εξ αγχιστείας
όχι εξ αχρηστίας και χωρίς ίχνος κακίας
μόνο μετά περισσής βλακείας
αυτά που κατέβασε το μυαλό μου
καθώς εμπάλωνα το σώβρακο τ’ αντρός μου.
Αναρρωτήθηκα και είπα
ύστερα απ’ όσα είδα.
Τι λαοί μωρ’ είναι ετούτοι;
Μόλις θάβουν τους νεκρούς τους,
να ξεθάβουν απ’ το νου τους
ιστορίες νοσταλγικές,
(μάντζιες, γυναικοδουλιές)
αναμνήσεις τους παλιές.
Τόσο κέφι κι ευθυμία
δεν το είδα πουθενά,
ούτε και στα πανηγύρια,
ή σε γάμο ή σε χαρά,
παρά μόνο στις κηδείες
των Ραζέων ειδικά.
Μοναχά ετούτοι ’δω
κάνουνε τη λύπη γλέντι
και τον πόνο χωρατό.
Κι ενώ πας να τους συγκλάψεις
απ' τα γέλια πας να σκάσεις.
Κι εκεί που χύνεις δάκρυα
για τους απόντες
ξεραίνεσαι απ’ τα γέλια
με τους παρόντες.
Έχουν την ικανότητα και τέχνη
να ταιριάζουνε την πίκρα με το κέφι.
λίγα δάκρυα... και τέρμα...
Κι ύστερα φαΐ γέλιο κι αφινίρηγη κουβέντα
Σε κάποια στιγμή,
(το φέρνει η κουβέντα δηλαδή)
θυμούνται και το μακαρίτη.
“Ναι, ο καημένος πολύ τους λείπει.”
Τόσο τους λείπει, που σχεδόν όλοι
έτρεξαν μην τον βρουν στην πόλη.
και κουβαλήθηκαν εν σώματι στη χώρα
κατά το μεσημέρι στις 2 η ώρα,
που θα γινόταν του σταυρωμένου η περιφορά
με μουσικές καπίτουλα, επισήμους και λοιπά.
Και παρακολούθησαν την τελετή,
που γινόταν με λαμπρότητα πολλή.
Η Μαρή έδειχνε πολύ ευχαριστημένη
απ’ όλες τις εκδηλώσεις της εορτής
και την παρακολούθησε ως το τέλος
λίαν φαιδρή.
Η Αύρα για το πένθος το διπλό,
του θείου και της μάνας
ήρθε κι αυτή στην εορτή,
πετώντας και τα μαύρα.
Γιατ’ είχε διδαχτεί στην αριθμητική
ότι πλήν επί πλήν γίνεται συν.
Κι έτσι δυο αρνήσεις της ζωής
κάνουν μια κατάφαση επί της γης.
Η Μαριάνθη για να τιμήσει
τον κουνιάδο και τη συνυφάδα
κατέβηκε με τη νύφη τση αντάμα,
ντυμένη όμως στα μαύρα,
πράματα αριστοκρατικά
και πολύ τυπικά.
Η Ζωούλα από κοντά,
ντυμένη κι αυτή σοβαρά,
όπως βέβαια απαιτούσε η ώρα
μ' ένα φόρεμα
με κάτι θεόρατα φιόρα
κι αυτά σε χρώματα σεμνά
και πολύ διακριτικά
ήτοι κοκκινο τση φωτιάς
Βρε να ζήστε χίλια χρόνια
και να πάτε με τα χιόνια,
που την πίκρα αναμεράτε
και τηνέ περιφρονάτε
και σκορπάτε τη χαρά
με το χιούμορ σας το άσωστο
και το κέφι τ’ ανεξάντλητο.