Κάτι άλλο 17.12.2020
Μ’ αρέσει να βλέπω τα δέντρα φορτωμένα
με καρπούς.(Ίσως επειδή μ’ αρέσουν).
Μ’ αρέσει να βλέπω το ποτάμι να’ χει
νερό και την όχθη να πρασινίζει.
Μ’ αρέσει το σπίτι που έχει παιδιά
και την ανάλογη φασαρία και ατσαλιά.
Θέλω να βλέπω γέρους στον προσήλιο.
Καμαρώνω την κατσίκα π’ αφήνει το
πλούσιο χορτάρι και σκαρφαλώνει
να φάει τα μπουμπούκια από τα δέντρα
και τα λουλούδια.
(μοιάζω κι εγώ λίγο με τη γίδα τη ζημιάρα)
Στα παιδικά μου χρόνια, μα και στα λίγο
μεγαλύτερα όλα τα δέντρα τα φρούτα
και τα λουλούδια τα νόμιζα δικά μου.
Έκοβα απ’ αυτά που επιτρέπονταν
και απ’ όσα απαγορεύονταν.
Ποτέ δεν εδίστασα ν’ ανεβώ στο
δέντρο να κόψω το φρούτο.
Ή δικό μου ήταν ή ξένο το ίδιο
μου ’κανε.
Οι νεσπολιές του Κουτάλια, οι
κορομηλιές του Φούγα, η κερασιά
του Σταθέωνε μα και η βερυκοκιά
του Λαλώτη δε γλιτώσανε από
τη λαιμαργία μου.
Μόνο για το πορτοκάλι τση θείας μου
τση Αγγελικούλας έφαγα το ξύλο
τση χρονιάς μου από τη μάνα μου.
Η χοντροσυκιά του Κολοβού
με τον ολόισιο κορμό της με δυσκόλευε
λιγάκι, μα δεν το ‘βαζα κάτου.
Ήταν και ο Νιόνιος που βοηθούσε
την κατάσταση κι έδινε ένα χέρι
στο σκαρφάλωμα.
Το πρώτο σκάλωμα ήταν το δύσκολο.
Ύστερα, η αναρρίχηση σιγά σιγά
μ’ έφερνε μέχρι τη διακλάδωση.
Τότε πιανόμουν κι έφτανα και στα
πιο μακρινά κλαδιά.
Το κατέβασμα ήταν αστείο πράμα.
Η ικανοποίηση πως το ‘φτασα
το σύκο και το ‘κοψα, δεν έφτανε
την ευχαρίστηση όταν το ‘τρωγα.
Ο συνεργάτης μου φυσικά είχε
κι αυτός το μερίδιό του εξ ίσου.