Σάββατο Νοέμβρης του 1958. 17.12.2020
Είχαν ανοίξει οι καταρράχτες τ’ ουρανού
κι έριχνε τη βροχή με τ’ ασκί.
Καθώς ακούμπησα τα σακούλια μου κάτου
για να ξανασάνουν τα χέρια μου, που είχαν
κοπεί από το βάρος, τον άρπαξε η ματιά μου,
που ερχόταν από πίσω σ’ απόσταση 20 με 25
μέτρα.
Χωρίς να πάρω ανάσα ξανασήκωσα τα
σακούλια μου και συνέχισα μες τη βροχή
την πορεία μου, στην ανηφόρα του Δράκα,
για να πάω σπίτι μου στο Φαγιά.
Ερχόμουν από τον Αλυκανά, όπου για
πρώτη φορά είχα τοποθετηθεί προσωρινά
ως δασκάλα, αντικαθιστώντας την Ευγενία
στο σχολείο που είχε πάρει άδεια να
γεννήσει την πρώτη τση κόρη.
Κάθε Σάββατο μεσημέρι, μετά το σχολείο
μάζευα τα λερωμένα μου ρούχα (γιατί
εκεί δεν είχα πού να τα πλύνω), και το
μπουκάλι του λαδιού μου και τα βιβλία,
που θα διάβαζα, να προετοιμαστώ για
τη Δευτέρα και κίναγα με τα πόδια
να πάω στο Καταστάρι, να πάρω
το αυτοκίνητο, που έφευγε στις 3
για τη χώρα, να πάω μέχρι τον Άγιο
Δημήτρη.
Ήθελα μία ώρα να πάω από τσι Αλυκές
το δρόμο για το Καταστάρι.
Εκείνο το Σάββατο είχε βαριά συννεφιά.
Μέχρι το Καταστάρι επήγα άβρεχη.
Μόλις μπήκα στο λεωφορείο άρχισε
να ψιχαλίζει.
Σιγά σιγά δυνάμωνε η βροχή και μέχρι
να φτάσουμε στην καμάρα του Αγίου
Δημητρίου έριχνε καρεκλοπόδαρα.
Κατέβηκα από το λεωφορείο και είπα
να σταματήσω στου Παπαντώνη
το υπόστεγο μήπως κόψει η βροχή.
Περνούσε η ώρα και φοβόμουν μη
νυχτωθώ μοναχή μου στο δρόμο
δεν εστάθηκα καθόλου.
Ροβόλησα στην καμάρα και πήρα
το δρόμο του Δράκα για να πάω
στο Φαγιά.
Δεν κοίταξα καθόλου πίσω μου,
αλλά έβαλα το κεφάλι κάτου
και πήγαινα.
Στη μεγάλη ανηφόρα, λαχανιασμένη
πήγα ν’ ακουμπήσω χάμου τα
σακούλια μου για να πάρω ανάσα.
Καθώς τα απίθωνα πήρε το μάτι μου
το χωροφύλακα που ερχόταν από
πίσω μου παρακολουθώντας με.
Πόσης βλακείας καθήκον.....Να
τον στείλουνε βρέχοντας από το
Καταστάρι, να θεοπνιγεί για να
παρακολουθήσει εμέ...τη «Μάτα
Χάρι», που πήγαινα από το σχολειό
τ’ Αλυκανά στο σπίτι μου.
Βρισκόμουν εν τέλει υπό την
αυστηρή παρακολούθηση των
οργάνων της τάξης.