Ανακαίνιση των μνημείων 17.12.2020

Ακόμα κι αν περάσανε
τόσες δεκάδες χρόνια
δεν εννοούν να χωριστούν
ούτε και τα εγγόνια

Λαμπρέοι από τη μια μεριά,
Μαστραντωνέοι απ’ την άλλη
σύμπραξη και στα μνήματα
αρχή έχουνε βάλει.

Κι οικοδομούν μεθοδικά
με χτίστες και μαστόρους,
τα σπίτια τα παντοτινά,
όπου δε θα πληρώνουνε
όταν θα πάνε φόρους.
Διθέσια, τριθέσια,
ανάλογα τον κόσμο
που θέλουν να βολέψουνε.
Να μη βρεθούν στο δρόμο,
όταν θ’ αποδημήσουνε
και τη ζωή τη μάταιη
για πάντα θα αφήσουνε.
Μετράνε, λογαριάζουνε,
μήπως βρεθούνε σκάρτοι
κι ο χώρος τσου βρεθεί λειψός
και μείνει απ’ έξω άταφος
κανένας τους πελάτης.
Είδα τσιμέντα, σίδερα
καλούπια κι εργαλεία,
λες και θα χτίζαν όλοι τους
μια πολυκατοικία.
Μα μες στη γης, μωρέ παιδιά
τα σίδερα τι θέλουν;
Μην κάμει τάχατες σεισμό;
Μα οι νεκροί δε φεύγουν.
Όσο ο και ο Εγκέλαδος
το χώμα να κουνεί,
σας λέω δε θα κουνηθεί
απ’ τους νεκρούς κανείς.

Ο Μαστραντώνης έβανε
ως και το νεροζύγι,
μήπως ο τσιμεντόλιθος
λιγάκι του ξεφύγει.
Ο Μαρίνος έφερνε
καλούπια στου μαστόρους
και μ’ απορία κοίταζε
την έκταση του χώρου.
Την έβλεπε ίσως μικρή
για το δικό του μάκρος.
Καθόλου δεν τον πείραζε
αν ήταν για το πλάτος.
Ο Τάκης εκουβάλαγε
τσιμέντο στην καρέτα
κι εβόηθαγε το μάστορα
να ρίξουν τα θεμέλια.
Κι εκεί στη φούρια τση δουλειάς
τ’ ανέκδοτα θυμούνται
των αειμνήστων χωριανών,
που εκεί κοντά κοιμούνται.
Σ’ ένα παπόρο θα ‘βαζε
ο Τζαβαλάς τσου γέρους
αρσενικούς και θηλυκούς
απ’ όλους τσου Ντιρλέους.
Θα τσου ‘ριχνε στο πέλαγο,
να πάνε όλοι στον πάτο,
γιατ’ ήταν όλοι άχρηστοι
κι από τσου οκνούς πιο κάτω.

Απ’ τα πολλά τ’ ανέκδοτα
μα και τα χωρατά,
νόμιζες ότι βρίσκεσαι
σε γάμο ή σε χαρά.
Τα γέλια τσου εβαστάγανε.
Δεν επιτρέπει ο χώρος,
να λες αστεία να γελάς
σε κοιμητήριου χώρο.
Μα έλα που χρειάζεται
λίγη ψυχαγωγία.
Δε μας ακούνε οι νεκροί,
αν πούμε και αστεία;
Καλά που μας συμβαίνουνε
και άλλες μας ανάγκες,
γιατ’ είναι και σαρακοστή
και τρώμε φασουλάδες.
Ούτε τσι αντιλαμβάνουνται
κι αυτές οι μακαρίτες
και λένε ο ένας στον άλλονε
μην τσι βαστάς,
αμόλα τσι και ρίχτες.
Σε χώρο είμαστε ανοιχτό
και φεύγει η μυρωδία.
Μεγάλοι ανθρώποι είμαστε.
Μην πάθουμε ζημία.
Οι γέροι μέσα στα σακιά,
στον τοίχο ακουμπισμένοι,
αν δουν πως σταματήσατε
τ’ αστεία σας καημένοι,
θα τρίζουνε τα κόκαλα
γιατί θέλουν χαρά
τώρα που είναι λεύτεροι
και ζουν κοντά σε σας.
Μην τσ’ απογοητεύσετε.
Χαίρονται όταν γελάτε
γιατ’ άλλο δε θα πάρετε
κοντά τους όταν πάτε.
Κι όταν μπούνε τα σακιά
μέσα στο χώμα πάλι,
όταν τελειώσει η άδεια
που πήραν απ’ τον Άδη
θα δεις κουβέντες άσωστες
που θα ‘χουνε με τσ’ άλλους
που πλακωμένοι βρίσκονται
στους διπλανούς τους τάφους.