Η αφεντιά μου 16.12.2020

Γεννήθηκα το 1934 στην Αγία Μαρίνα (Φαγιά)
Ζακύνθου από τον Αντώνη και την Ιερουσαλήμ Ρένεση ή
Μαστραντώνη. Το χωριό είναι χτισμένο στους πρόποδες
του Βραχιόνα. Τελείωσα το Δημοτικό στο χωριό αυτό,
έχοντας δάσκαλο το Σπύρο Ράνεση ή Τουρλίδη που μου
’μαθε τόση Γραμματική και Αριθμητική όση δεν έμαθα
στα υπόλοιπα ανώτερα σχολεία που φοίτησα. Αυτός ο
δάσκαλος παρότρυνε τον πατέρα μου να με στείλει στο
Γυμνάσιο (6τάξιο τότε). Τελείωσα άνετα το Γυμνάσιο το
1953, τη χρονιά με το μεγάλο σεισμό που ισοπέδωσε το
νησί. Την άλλη χρονιά δώσαμε εξετάσεις με την αδερφή
μου και πετύχαμε δασκάλες στη Μαράσλειο Παιδαγωγική
Ακαδημία. Εκεί πέρασα τα δύο πιο ευχάριστα κι ανέμελα
χρόνια της ζωής μου. Τελειώσαμε το 1956. Ο διορισμός
όμως άργησε τρία χρόνια για να ’ρθει λόγω του ό,τι ο
πατέρας μου ήταν αριστερός και δεν επιτρεπόταν να
διοριστεί κανείς με τέτοιο στίγμα.
Τέλος διορίστηκα το 1959 στην Εκπ. Περιφ.
Παραμυθιάς και ο Επιθεωρητής μ’ έστειλε στο
Ελευθέριο, ένα χωριό ορεινό που όλοι μιλούσαν
αρβανίτικα. Πολύ με στενοχωρούσε και με δυσκόλευε
αυτό. Ήταν όμως χρυσοί άνθρωπο, που έβλεπαν το
δάσκαλο με σεβασμό και πολύ εκτίμηση. Το σχολείο ήταν
χτισμένο ανάμεσα σε κάτι γκρίζους βράχους στην
αγκαλιά ενός βουνού. Έμεινα εκεί πέντε χρόνια. Εκεί
υπηρετούσε κι ένας δάσκαλος από τα Ζαγόρια, ο Σάββας
Θεοδώρου και μια νηπιαγωγός η Βούλα Γεωργίου, οι
οποίοι παντρεύτηκαν ύστερα από 2-3 χρόνια κι έφυγαν
από το χωριό. Πήγαν σε άλλο.
Ο Επιθεωρητής έστειλε άλλο δάσκαλο κι άλλη
νηπιαγωγό.
Τότε ήταν που ήρθε στο Λευτέρι ο Αθανάσιος Παπάς.
Ήταν από το Καναλάκι Πρέβεζας αριστούχος από την
Ακαδημία Ιωαννίνων με μετεκπαίδευση και φοιτητής
Φιλολογίας. Ήρθε και η νέα νηπιαγωγός η Κατερίνα
Ντότη κι αυτή αριστούχος, άξια κι εργατική. Έτσι
σμίξαμε σ’ αυτή την άγρια φωλιά το Ελευθέριον τρεις
αριστούχοι νέοι, που νομίζαμε πως θα φτιάξουμε τον
κόσμο και θα τον κάμουμε καλύτερο.
Τρίχες!
Τρώγαμε κι οι τρεις μαζί για οικονομία. Μέναμε
μέσα στο σχολείο χωρισμένο ένα μικρό διαμέρισμα 2,5 Χ
2 σε κάθε αίθουσα. Ο μισθός μας ήταν 1.316 δρχ., δηλ.
4 ευρώ σημερινά.
Στο σχολείο είχαμε περίπου 100 παιδιά και καμιά 35
νήπια.
Οι χωριανοί είχαν μεγάλη φτώχεια, αλλά ήταν
πλούσιοι από παιδιά. Είχαν οι περισσότεροι 6 και 7
παιδιά ο καθένας.
Το γραφείο του Σχολείου ήταν σ’ ένα καμαράκι έξω
από το Σχολείο πιο ψηλά που ανεβαίναμε με μια πέτρινη
σκάλα. Ήταν ένα δωμάτιο μεγαλούτσικο που με χάρμποτ
είχαν χωρίσει ένα μέρος για κουζίνα.
Εκεί έμενα ο Διευθυντής που είχε το αρχείο και τα
βιβλία Μαθηματολόγιο, Γεν. Έλεγχο και Βιβλίο Ταμείου
και Βιβλίο Πρακτικών. Εκεί έμενα κι εγώ τα 2
τελευταία χρόνια μια και ήμουνα Διευθύντρια αφ’ ότου
έφυγε ο πρώτος δάσκαλος κι εκεί ετρώγαμε.
Τα παιδιά όλο μπομπότα έτρωγαν. Αν τους δίναμε μια
μπουκιά ψωμί σαν αντίδωρο μας φιλούσαν τα χέρια. Μα
και για μας ήταν λίγο. Που να φιλέψεις 90 παιδιά του
Δημοτικού και 35 του Νηπιαγωγείου; Ήθελες ένα φούρνο
ψωμιά να ’χεις.
Κάποτε πέρασε ένας και πουλούσε πορτοκάλια. Τι
πορτοκάλια δηλαδή: Μικρά, γεμάτα κουκούτσια. Θα ’ταν
φαίνεται η χαμάδα που δεν πουλιόταν αλλού. Αγοράσαμε
λίγα κι εφάγαμε κάνα δυο με την Κατίνα κι επετάξαμε
τις φλούδες σε κάτι κουτιά που είχαμε για σκουπίδια
και βλέπω τα νήπια όλα να σπρώχνονται για να πάρουν
τις φλούδες και να τις τρώνε. Είπα τότε στην Κατίνα
να μοιράζουμε τσι φλούδες στα παιδιά για να μην τσι
τρώνε από τα σκουπίδια.
Αυτή ήταν η κατάσταση που βρίσκονταν εκείνα τα
παιδιά σ’ αυτό το χωριό.
Ένα χιλιάρικο το χρόνο ήταν η επιχορήγηση που
έδινε το κράτος για να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες του
σχολείου σε γραφική ύλη, καθαριότητα (που την κάναμε
εμείς κυρίως) και μικροεπισκευές.
Παρ’ όλες τις δυσκολίες, δουλεύαμε κι οι τρεις
ειλικρινά, χωρίς να κοροϊδεύουμε.
Διοργανώναμε γιορτές 28η Οκτωβρίου, Χριστουγέννων,
25η Μαρτίου, των εξετάσεων και γυμναστικές επιδείξεις
που τις κάναμε κάτω στις βρύσες που είχε κάποιο
ίσιωμα. Και είμαστε αγαπημένοι και μονιασμένοι χωρίς
να επιδιώκει κανείς μας τα πρωτεία για να φανεί
καλύτερος από τον άλλο.
Τίποτα δεν είχαμε να μοιράσουμε. Πάντα με
κατανόηση και καλή διάθεση αντιμετωπίζαμε τις
δυσκολίες και περνούσαμε τον καιρό μας.
Δεν τα λησμόνησα ποτέ αυτά τα χρόνια που δεμένοι
με αγάπη και σύμπνοια ζήσαμε σ’ αυτή την αετοφωλιά
που λεγόταν Ελευθέριο. Ελεύθεροι από κακίες και
μικρότητες.