Βράδυ του Φλεβάρη 1980 15.12.2020
Αν τύχει και καμιά φορά
το στόμα μου ανοίξει
θα πούνε πως ο γάτουλας
τσ’ Ανάληψης ξεχύθη.
Και θα ξερνά ασταμάτητα
όσα ’χει στιβαγμένα
σαν τα σακιά με τσι ελιές
τα παραγιομισμένα.
Μα τι να κάμω;
Δεν μπορώ ακόμα να τ’ ανοίξω
γιατ’ έχω δρόμο αμιλησιάς
ακόμα να διανύσω.
Τώρα τα σκέφτομ’ όλα αυτά
και θέλω να ξεσπάσω
μα έχω τη βρώμα γύρω μου
που μου ’ρχεται να σκάσω.
Να ’ναι ο Δημήτρης δίπλα μου
συνέχεια να κλάνει
κι ο Τάσος από πίσω μου
όλο σχέδια να κάνει
και να ’χει τσι πατούσες του
όπου βρωμοκοπάνε
ακουμπισμένες δίπλα μου
στο πόδι τση καθίκλας
να σμίγουν με το άρωμα
που ’ρχεται απ’ την προδίλα.
Και δεν μπορώ πια να σταθώ
κι ανάσα ούτε να πάρω
γιατ’ έχω ανάγκη το πλεχτό
απόψε να νετάρω.
Μα και να φύγω από δω
Πέστε μου που να πάω;
Να πάω ν’ ακούσω τ’ άντρα μου
τα ωραία πολιτικά του
που και γαϊδούρι ξίστρωτο
φεύγει από κοντά του,
όταν ακούει τη γλυκειά
και ουρλιαχτή μιλιά του,
καθώς τα επιχειρήματα
όπου αυτός προβάλλει
με την περίσσια κι άφθαστη
ρητορική του χάρη,
δεν πείθουν… όχι άνθρωπο
μα ούτε και μοσχάρι
γιατ’ είναι οι απόψεις του
τόσο ανυπόστατες
βλακώδεις και κουτές
π’ ακόμα κι ένας γάιδαρος
γυρίζοντας τον κώλο …………
φεύγει κουνώντας τα αυτιά
τελείως αηδιασμένος
και μ’ όλη του την αμυαλιά
σκέφτεται μ’ απορία
πως μπορεί κι είναι δυνατόν
να ζουν στον κόσμο άνθρωποι
με τόση πια βλακεία;