Πάσχα 15.12.2020
1968
Απ’ ό,τι θυμάμαι
Είναι το πρώτο Πάσχα κάτω από το πόδι της Χούντας.
Μεγάλη Παρασκευή βράδυ. Κοντά στην πόρτα της
εκκλησίας του Αη-Νικόλα του μόλου, στρυμωγμένοι (απ’
έξω) ακούμε την ιερή ακολουθία της ταφής του Κυρίου.
Ο Χριστός στον τάφο κι οι καρδιές μας δίπλα μαζί
του.
Δίπλα μου ο Πώπος ο Κοσάρης. Κοιτάζω γύρω μου και
βλέπω το πλήθος άχρωμο, άτονο, ανέκφραστο. Παρ’ όλη
την ιερότητα της στιγμής, άλλες χρονιές, έβλεπες τα
πρόσωπα με ευλαβική συγκίνηση βέβαια, αλλά ζωηρά,
χαμογελαστά, γεμάτα ζωή, γεμάτα αισθήματα ανάλογα με
την ιερή στιγμή. Όμως αυτή τη φορά ούτε κι ο πόνος κι
η θλίψη για την σταυρωμένη και θαμμένη Αλήθεια δεν
εκδηλωνόταν.
Γύρισα το κεφάλι μου, κοίταξα τον κόσμο γύρω και
μετά κοίταξα τον Πώπο, με κοίταξε και κείνος, που το
βλέμμα του είχε κάμει την ίδια διαδρομή και φαίνεται
πως το ίδιο αισθανόταν κι αυτός σαν κι εμένα, γιατί
κι οι δυο μεμιάς είπαμε «… κι ήταν όλα σιωπηλά γιατί
τα ’σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά…».
Ήταν τόσο ομόφωνη αυτή η διαπίστωση και μαρτυρία
μας που γελάσαμε κι οι δυο για την αυθόρμητη
διαπίστωση.
Ίσως έτσι να αισθανόταν και το 99% του
εκκλησιάσματος εκείνο το βράδυ. Το 1% μπορεί να ήταν
ευχαριστημένο κι ικανοποιημένο. Κατά βάθος όμως
πιστεύω, πως στο βάθος της ψυχής του ίσως φώλιαζε ο
φόβος που του ’δινε η σιγή του λαού.
Είχαν δίκιο να φοβούνται αυτή τη σιγή γιατί τα
μεγαλύτερα άλματα υφαίνονται
στην καρδιά και το νου εκείνου που σωπαίνει. Τα
σιγανά ποτάμια φέρνουν την πλημμύρα και την
καταστροφή!