Τση Νικολιάς 19.02.2021

Θυμάμαι τη Νικολιά που ήρθε στο χωριό, ίσως για να διακονέψει η συφοριασμένη.
Έκανε κρύο γιατί ήταν χειμώνας κι εκεί κάτω από το ληνό, που έγερναν κάτι λεμονιές που είχαμε (τώρα γεράσανε και σπάσανε), κρέμονταν κάτι λεμόνια κι έκοψε 2-3 κι άρχισε να τα τρώει.
Εκείνο που μου έκανε όμως εντύπωση, παρά τα μικρά μου χρόνια, ήταν τα παπούτσια που φορούσε.
Μα πώς να τα περιγράψω;
Ήταν ένα τμήμα από αντρικά παπούτσια με κορδόνια, που όμως έλειπαν απ’ αυτά όλη η σόλα και το μισό από το πάνω μέρος, από το δέσιμο και μπρος κι είχε μείνει μόνο η φτέρνα στο πάνω μέρος και το δέσιμο χωρίς κορδόνια.
Έσερνε λοιπόν πάνω στις πέτρες τα ξεκάλτσωτα πόδια της. Είχε περάσει αυτό το υπόλειμμα παπουτσιού σαν κολάρο στα πόδια της για να ’χει την ψευδαίσθηση πως φορούσε παπούτσια.
Γελάω ακόμα, όταν θυμάμαι τα παπούτσια τση Νικολιάς, μα κλαίω τώρα για κείνη και το κρύο που τράβαγε.
Και τα δύο γεγονότα ήταν του πολέμου λουλούδια.