Τελεία 16.12.2020

1992
Τελείωσα, μα θα ’θελα να ξαναρχίσω τη ζωή μου απ’
την αρχή. Να ξαναπάω σχολείο στο πλάτωμα της Αγίας
Μαρίνας, να σκαρφαλώσω στον Κέντρο, να κατρακυλήσω
στο λαγκάδι, να βοσκήσω με το Νιόνιο τσι γίδες, τσι
προβάτες και τα γαλόπουλα, να περπατήσω ξυπόλυτη, να
πετροβολήσω στο λαγκάδι, να κλέψω κάνα πορτοκάλι από
του Πρέτη, να κοροϊδέψω τον Κουτσό, να καβαλικέψω τη
γαϊδούρα και τη μούλα και να παίξω μ’ όλα τα παιδιά
κυνηγητό, σκλαβάκι, πρωτολιά.
Θα ’θελα να πάω ξανά στο Γυμνάσιο, όχι με τις
ευκολίες που έχουν τώρα τα παιδιά, μα μ’ εκείνες τις
δυσκολίες και τις στερήσεις και τις αδιάκοπες
προσπάθειες.
Να κρυφογελάσω στην τάξη πίσω από την πλάτη του
καθηγητή. Να κοροϊδέψω τον Πατρινό και το Μανάβη
(Γυμνασιάρχη).
Και στην Ακαδημία να πάω να ξαναζήσω εκείνα τα δύο
όμορφα χρόνια τ’ αξέχαστα με την Ιωάννα, την Κική,
την Υακίνθη, την Ανθούλα και τον Καψάσκη με τα
ατέλειωτα καλαμπούρια μας.
Κι ύστερα στην Ήπειρο, στο Λευτέρι. Ν’ ακουμπήσω
σ’ εκείνους τους βράχους τους γρανίτινους να κάτσω
πάνω στις πέτρες της αυλής του Σχολείου και ν’
αγναντέψω πέρα τα βουνά του Σουλίου και τη λίμνη με
τα νούφαρα.
Να σταθώ στον ίσκιο της μηλοκικιάς.
Να ξαναϊδώ εκείνες τις ταλαίπωρες μορφές των
χωριανών που με τόση συμπάθεια με περιέβαλαν.
Να μπω μέσα σ’ εκείνο το καμαράκι του σχολείου που
έμεινα πέντε χρόνια κι εσημάδεψαν τη ζωή μου και τη
χώρισαν στα δύο στο πριν και στο μετά.
Να ξαναϊδώ εκείνα τα μάτια τα παιδικά τα
ξελιγωμένα από την πείνα και τη στέρηση. Μα να μπορώ
όμως να χορτάσω την πείνα τους και τη στέρησή τους.
Ν’ αποφύγω τα λάθη μου και να είμαι πιο σωστή με
όσα παιδιά γνώρισα και ίσως αδίκησα.
Να ξαναζήσω στη μπάρακα (σχολείο) στα Μαρινέικα
και ν’ ανταμώσω μ’ όλα τα παιδιά που πέρασαν από κει.
Και όσο έζησα στο Δ΄ σχολείο που ήταν μια υπέροχη
χρονιά με παιδιά που μ’ αγάπησαν και τ’ αγάπησα. Και
ύστερα στο 2ο σχολείο με τις σκοτούρες της Δ/νσης μα
με την αγάπη και κατανόηση των συναδέλφων και των
παιδιών με τη ζεστή εγκάρδια επαφή.
Οι δύσκολες ώρες ξεχάστηκαν κι έμειναν μόνο οι
ευχάριστες, οι όμορφες, οι ανεπανάληπτες.
Όσα δάκρυα κι αν έχυσα στα τόσα χρόνια στις
δύσκολες μέρες και στις θλιβερές στιγμές χαλάλι τους.
μέρεψαν την ψυχή μου. δεν μου τη γέμισα πίκρα κι
απογοήτευση, μίσος ή κακία.
Μόνο μια απέραντη αγάπη νιώθω για όσους γνώρισα
και όσα παιδιά συνάντησα.
Οι αταξίες και οι σκανταλιές τους δε με θύμωναν,
τις ήθελα κι εγώ, γιατί μέσα μου εξακολουθώ να είμαι
παιδί και το καλαμπούρι και η φάρσα κι η σκανταλιά μ’
άρεσαν. Είναι στοιχεία της παιδικής ηλικίας.
Και τώρα θα ’κανα καμιά τρέλα, αλλά ντρέπουμαι.
Είμαι μεγάλη και η ηλικία μου δε το επιτρέπει.
Έχω συναίσθηση πως τα χρόνια πέρασαν. Μου το λένε
τα βαμμένα μου μαλλιά, τα ξένα μου δόντια, τα γυαλιά
πρεσβυωπίας, οι πόνοι στη μέση μου, η κουφαμάρα μου
και όσα άλλα. Θα ’θελα μόνο να ζητήσω συγγνώμη αν
κανένα συνάδελφο ή μαθητή αδίκησα ή έδειρα ή είπα
κάτι σκληρό γι’ αυτόν.
Ω! αν άρχιζα από την αρχή πόσα λάθη θ’ απέφευγα
και πόσο καλύτερα θα’ κανα τη δουλειά μου. Λυπάμαι
για όσα λάθη έτυχε να κάμω. Όμως έχω μέσα μου την
ικανοποίηση πως δούλεψα συνειδητά. Δεν κορόιδεψα την
υπηρεσία ούτε κανέναν. Άδειες δεν επήρα, παρά
ελάχιστες.
Απεργία δεν άφησα καμία. Και γι’ αυτό νιώθω
ικανοποίηση, γιατί το σύλλογο των δασκάλων που ανήκα
δεν τον πρόδωσα. Αν αυτός έκανε λάθη, δικό του
πρόβλημα.
Εγώ στάθηκα συνεπής στις αποφάσεις του. Ένιωθα την
απεργία όμοια με την εργασία, το ίδιο άξια, το ίδιο
ωφέλιμη.
Περνάω δύσκολες ώρες μα δε θ’ αφήσω τη συγκίνηση
να με νικήσει. Όπως πάλεψα στα μικρά μου χρόνια, τα
μαθητικά και στα υπηρεσιακά αργότερα, έτσι θα
προσπαθήσω να περάσω και τα τελευταία. Δε θ’ αφήσω να
με νικήσει η μελαγχολία. Θα παλέψω και τώρα. Η ζωή
δεν τελείωσε ακόμη. Όταν έρθει η ώρα (καλώς να ’ρθει)
θέλω να μ’ έβρει ορθή, παλεύοντας κι όχι κάτω
περιμένοντας.