Το Λευτέρι 15.12.2020
Έρχονται ώρες που νοσταλγώ κείνες τις πέτρες,
εκείνους τους βράχους τους γκρίζους που πάνω τους
φύτρωνε η ζωή, κι έσπειρα εκεί τα όνειρά μου!
Ακουμπούσα σ’ αυτούς κι η σκέψη μου πετούσε
μεσούρανα σαν τους αετούς κι έβλεπα όλη τη γη να ’ναι
δική μου (κάθε νέος θεωρεί τη γη δική του) και νόμιζα
πως μπορώ να φτιάξω έναν κόσμο ολόδροσο. Κι
ονειρευόμουν αγάπες, φίλους, παιδιά, πολλά παιδιά να
με τριγυρίζουν, να βλέπω κόσμο (ενώ γύρω μου δεν
υπήρχε ψυχή) ν’ ακουμπώ σε καρδιές, ν’ αγγίζω ψυχές,
ν’ αγκαλιάζω ματιές, να σφίγγω χέρια και να κάνω
χείλη να γελούν μόνο. Ξαναγυρίζω νοερά σ’ εκείνους
τους βράχους τώρα και βλέπω τα όνειρα που φύτεψα πάνω
τους ότι ξεράθηκαν κι έμεινε μόνο ο καημός. Έμεινε η
πίκρα κι η νοσταλγία η γλυκιά που φέρνει δάκρια στα
μάτια.